- ἀποδιοπόμπησις
- ἀποδιοπόμπησιςoffering of an expiatory sacrificefem nom sgἀποδιοπομπήσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδιοπόμπησις — ἀποδιοπόμπησις, η (Α) η προσφορά εξιλαστήριας θυσίας … Dictionary of Greek
ἀποδιοπομπήσεις — ἀποδιοπόμπησις offering of an expiatory sacrifice fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδιοπόμπησις offering of an expiatory sacrifice fem nom/acc pl (attic) ἀποδιοπομπήσις fem nom/voc pl (attic epic) ἀποδιοπομπήσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)